θαλασσίζω

θαλασσίζω
θᾰλασσ-ίζω,
A resemble sea-water, Diph.Siph. ap. Ath.3.92a, Dem.Ophth. ap. Aët.7.53;

τὴν γεῦσιν Xenocr.60

.
2 wash in sea-water, PHolm.17.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσίζω — (Α) [θάλασσα] έχω τη γεύση θαλασσινού νερού («θαλασσίζοντα ὄστρεα»)· …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίζει — θαλασσίζω resemble sea water pres ind mp 2nd sg θαλασσίζω resemble sea water pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίζοντα — θαλασσίζω resemble sea water pres part act neut nom/voc/acc pl θαλασσίζω resemble sea water pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσισον — θαλασσίζω resemble sea water aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθαλαττίζει — καταθαλασσίζει , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres ind mp 2nd sg καταθαλασσίζει , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθαλαττίζοντα — καταθαλασσίζοντα , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres part act neut nom/voc/acc pl καταθαλασσίζοντα , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θαλαττίζουσαι — θαλασσίζουσαι , θαλασσίζω resemble sea water pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”